- τροχοπεδιλοδρομία
- η спорт, катание на роликовых коньках
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τροχοπεδιλοδρομία — η, Ν [τροχοπεδιλοδρομώ] τρέξιμο με τροχοπέδιλα, κν. πατινάρισμα, πατινάζ … Dictionary of Greek